γυμνισμός

γυμνισμός
Φυσιολατρική αντίληψη με πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές προεκτάσεις που δέχεται έναν τρόπο ζωής όπου επικρατεί η κοινή γυμνότητα των σωμάτων. Κατά την αρχαιότητα, στον ελλαδικό χώρο φαίνεται πως τηρούσαν στάση ανεκτική απέναντι στη δημόσια θέα του γυμνού σώματος, καθώς οι αθλητές αγωνίζονταν γυμνοί. Άλλωστε σε διάφορα σημεία της υφηλίου με τροπικό ή εύκρατο κλίμα αναπτύχθηκαν πολιτισμοί που αντιμετώπιζαν τον γ. ως κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Αργότερα, με την επικράτηση των μονοθεϊστικών θρησκειών, αναπτύχθηκε μία ηθική που τοποθετούσε αυστηρές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ σώματος και πνεύματος, υποβαθμίζοντας το πρώτο προς όφελος του δεύτερου. Το γυμνό σώμα θεωρήθηκε σκανδαλώδες, εφόσον παρέπεμπε ευθέως στη σαρκική ηδονή, απαράδεκτη σύμφωνα με την αυστηρή χριστιανική κοσμοαντίληψη. Οι οπαδοί, μάλιστα, της χριστιανικής αίρεσης του πουριτανισμού παρουσίασαν τόσο μεγάλη αποστροφή και φοβία απέναντι στο γυμνό σώμα, ώστε έφτασαν σε σημείο να προτείνουν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποχή από το πλύσιμό του. Η κυρίαρχη αυτή αντιμετώπιση της γυμνότητας συνεχίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, όταν στις αρχές του 20ού αι. μία ομάδα γυμνιστών στη Γερμανία αποφάσισε να εφαρμόσει στην πράξη τις αντιλήψεις της στο Φράιλιχτ Παρκ (Freilicht Park) της πόλης Λούμπεκ. Η ομάδα πρέσβευε έναν υγιεινό τρόπο ζωής με καθημερινή σωματική άσκηση και χορτοφαγία. Οι συνήθειες αυτές μεταφέρθηκαν στις ΗΠΑ από Γερμανούς μετανάστες περίπου το 1929. Η χώρα όμως δεν φάνηκε έτοιμη να δεχθεί τα νέα ήθη και ακολούθησαν αρκετές συλλήψεις γυμνιστών. Το 1933 ιδρύθηκε στη χώρα η Εθνική Συνδιάσκεψη Γυμνιστών (National Nudist Conference), ενώ στα μέσα της ίδιας δεκαετίας υπήρχαν στις ΗΠΑ περισσότερες από ογδόντα κατασκηνώσεις γυμνιστών. Η μεγάλη ώθηση όμως στο κίνημα του γ. δόθηκε κατά την πολυτάραχη δεκαετία του 1960, κυρίως από τα νεανικά κινήματα αμφισβήτησης, όπως ο χιπισμός, που αντιστρατεύτηκε τον κομφορμισμό των προηγούμενων γενεών και προέβαλε την αποενοχοποίηση του γυμνού σώματος. Συνακόλουθα, δημιουργήθηκαν τόσο στη Βόρεια Αμερική όσο και στη δυτική Ευρώπη πολυάριθμοι σύλλογοι γυμνιστών, καθώς και θέρετρα γ. όπως της Καπ ντ’ Άζντ (Cap d’ Agde) στη Γαλλία. Σήμερα ο γ. θεωρείται αποδεκτός ως κοσμοαντίληψη και πρακτική στις δυτικές κοινωνίες –παρά μία σχετική επιφυλακτικότητα οφειλόμενη στη μακραίωνη ενοχοποίηση του ανθρώπινου σώματος– αρκεί να περιορίζεται σε συγκεκριμένους χώρους, όπως για παράδειγμα οι παραλίες γυμνιστών.
* * *
ο
1. τάση να περιφέρεται κανείς τελείως γυμνός για λόγους υγείας ή άνεσης
2. τάση για μερική ή ολική επικράτηση τού γυμνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις γυμνισμός (< γυμνός) και γυμνοκρατία (< γυμνός + -κρατία < -κρατής < κράτος) αποτελούν αποδόσεις στα Ελλ. ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. nudism (< nude «γυμνός»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γυμνισμός — ο φυσιολατρικό κίνημα σύμφωνα με το οποίο οι άνθρωποι πρέπει να ζουν γυμνοί κοντά στη φύση για να απαλλαγούν από τα δεσμά του πολιτισμού: Τα καλοκαίρια κάνω γυμνισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυμνοκρατία — η ο γυμνισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γυμνισμός] …   Dictionary of Greek

  • γυμνοκρατία — η ο γυμνισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”